υπερθύμως

υπερθύμως
Α
επίρρ. βλ. ὑπέρθυμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπερθύμως — ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμος high spirited adverbial ὑπερθύ̱μως , ὑπέρθυμος high spirited masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρθυμος — ον, Α 1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος 2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης 3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος 4. πολύ οργισμένος. επίρρ... ὑπερθύμως Α 1. με υπερβολική οργή 2. με πολύ μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θυμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”